- κοιμητηρίου
- κοιμητήριονsleeping-roomneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βάγκνερ, Ότο — (Otto Wagner, Βιέννη 1841 – 1918). Αυστριακός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Δάσκαλος της σχολής της Βιέννης, από την οποία προήλθαν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του νέου ρυθμού (art nouveau, jugendstil) Χόφμαν, Όλμπριχ, Μόζερ. Το έργο του και,… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek
Νερούντα, Γιαν — (Jan Neruda, Πράγα 1834 – 1891). Τσέχος συγγραφέας. Ταπεινής καταγωγής, παρέμεινε πάντοτε συνδεδεμένος με τον κόσμο των εργαζομένων. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, έκανε μία λαμπρή σταδιοδρομία δημοσιογράφου και επιβλήθηκε ως μία … Dictionary of Greek
Παπαρρηγόπουλος, Δημήτριος — (Αθήνα 1843 – 1873). Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Π., θεωρείται από τους τυπικούς εκπρόσωπους της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής. Το πρώτο του δημοσίευμα τιτλοφορείται Σκέψεις ενός ληστού ή καταδίκη της κοινωνίας … Dictionary of Greek
Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… … Dictionary of Greek